-
1 παρ-υπάτη
-
2 ὕπατος
ὕπατος, = ὑπέρτατος (wie summus statt supremus), auch 2 Endgn, der Höchste, Erste; bei Hom. gew. Beiwort des Zeus, ὕπατος κρειόντων, ὕπατος ϑεῶν, wie auch Tragg., z. B. Aesch. Ag. 495; im Ggstz zu den χϑόνιοι übh. die obern Götter, 89 Suppl. 24, u. später noch in der Priestersprache, s. Dem. 21, 52; καλλιερεῖν Διῒ ὑπάτῳ Ἀϑηνᾷ ὑπάτῃ 43, 66; – ἐν ὑπάτῃ πυρῇ, ganz oben auf dem Scheiterhaufen, Il. 23, 165. 24, 787; ὕπατον δῶμα Διός Pind. Ol. 1, 42; τεϑμός N. 10, 32, u. öfter; überh. hoch in der Luft, ὕπατοι λεχέων στροφοδινοῦνται Aesch. Ag. 50; der Letzte, Soph. Ant. 1313. – Bei den Römern der Consul, στρατηγὸς ὕπατος, Pol. 1, 52, 5; οἱ τὰς ὑπάτους ἀρχὰς ἔχοντες 2, 11, 1, u. öfter, u. Sp. – Ἡ ὑπάτη, sc. χορδή, die oberste Saite des ältesten, einfachsten griechischen Tonsystems; Plat. Rep. IV, 443 d; Music.
-
3 ὕπατος
ὕπατος, der Höchste, Erste; gew. Beiwort des Zeus; im Ggstz zu den χϑόνιοι übh. die oberen Götter u. später noch in der Priestersprache; ἐν ὑπάτῃ πυρῇ, ganz oben auf dem Scheiterhaufen; überh. hoch in der Luft; der Letzte. Bei den Römern der Konsul. Ἡ ὑπάτη, sc. χορδή, die oberste Saite des ältesten, einfachsten griechischen Tonsystems -
4 hypate
hypate, ēs, f. (ὑπάτη sc. χορδή), die unterste Saite des ältesten u. einfachsten griech. Tonsystems, die den tiefsten Ton gibt, Vitr. 5, 4, 6 u.a. Censor. fr. 12, 3.
-
5 hypatoides
hypatoīdēs, des (ὑπατοειδής, δές), wie die Saite hypate (ὑπάτη), der Saite hypate entsprechend, melopoeïa, Mart. Cap. 9. § 965 sq.
-
6 κανονίς
-
7 μέση
-
8 hypate
hypate, ēs, f. (ὑπάτη sc. χορδή), die unterste Saite des ältesten u. einfachsten griech. Tonsystems, die den tiefsten Ton gibt, Vitr. 5, 4, 6 u.a. Censor. fr. 12, 3. -
9 hypatoides
hypatoīdēs, des (ὑπατοειδής, δές), wie die Saite hypate (ὑπάτη), der Saite hypate entsprechend, melopoeïa, Mart. Cap. 9. § 965 sq.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > hypatoides
-
10 παρυπάτη
См. также в других словарях:
υπάτη — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 400) στην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού. Bρίσκεται στις πλαγιές της Oίτης, στα δυτικά της Λαμίας. Eίναι έδρα του ομώνυμου δήμου (47 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και τα χωριά Aμαλιώτη (υψόμ. 220), Bαρκά (υπόμ.… … Dictionary of Greek
ὑπάτη — ὕπατος highest fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπάτη the highest of the three strings fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπάτῃ — ὕπατος highest fem dat sg (attic epic ionic) ὑπάτη the highest of the three strings fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Υπάτη — η χωριό του νομού Φθιώτιδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νέα Υπάτη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Φθιώτιδος … Dictionary of Greek
Αινιάνα-Μαζαράκη, Αγανίκη — (Υπάτη 1838 – Αθήνα 1892). Ποιήτρια, κόρη του εθνικού αγωνιστή Γεώργιου Αινιάν. Σπούδασε στο Αρσάκειο. Ασχολήθηκε με τα γράμματα από φοιτήτρια ακόμα, αλλά η ποιητική συλλογή της Ποιήσεις (1893) κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο των δύο παιδιών που είχε … Dictionary of Greek
Λαϊνάς, Θεόκτιστος — (Υπάτη Φθιώτιδας 1934 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ πραγματοποίησε και μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής και γυμνασιάρχης σε σχολεία της μέσης εκπαίδευσης … Dictionary of Greek
Ματσούκας, Σπύρος — (Υπάτη Φθιώτιδας 1870 – 1928). Δικηγόρος και ποιητής. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1896 όταν έλαβε μέρος στην Επανάσταση της Κρήτης ως εθελοντής, ήταν φοιτητής παρακινώντας μάλιστα και άλλους συμφοιτητές του. Μετά τον… … Dictionary of Greek
ὑπατῶν — ὑπάτη the highest of the three strings fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ypati — For the muse, see Hypate. Ypati Υπάτη Location … Wikipedia
ύπατος — Ρωμαϊκό αξίωμα. Βλ. λ. υπατεία. * * * (I) η, ο / ὕπατος, άτη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. υπέρτατος, ύψιστος, ανώτατος, μέγιστος (α. «ανήλθε στο ύπατο αξίωμα τής χώρας» β. «θεῶν ὕπατος», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ύπατος·βλ. ύπατος (II) νεοελλ.… … Dictionary of Greek