Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

Ἡ ὑπάτη

См. также в других словарях:

  • υπάτη — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 400) στην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού. Bρίσκεται στις πλαγιές της Oίτης, στα δυτικά της Λαμίας. Eίναι έδρα του ομώνυμου δήμου (47 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και τα χωριά Aμαλιώτη (υψόμ. 220), Bαρκά (υπόμ.… …   Dictionary of Greek

  • ὑπάτη — ὕπατος highest fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπάτη the highest of the three strings fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπάτῃ — ὕπατος highest fem dat sg (attic epic ionic) ὑπάτη the highest of the three strings fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Υπάτη — η χωριό του νομού Φθιώτιδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νέα Υπάτη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Φθιώτιδος …   Dictionary of Greek

  • Αινιάνα-Μαζαράκη, Αγανίκη — (Υπάτη 1838 – Αθήνα 1892). Ποιήτρια, κόρη του εθνικού αγωνιστή Γεώργιου Αινιάν. Σπούδασε στο Αρσάκειο. Ασχολήθηκε με τα γράμματα από φοιτήτρια ακόμα, αλλά η ποιητική συλλογή της Ποιήσεις (1893) κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο των δύο παιδιών που είχε …   Dictionary of Greek

  • Λαϊνάς, Θεόκτιστος — (Υπάτη Φθιώτιδας 1934 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ πραγματοποίησε και μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία. Σταδιοδρόμησε ως καθηγητής και γυμνασιάρχης σε σχολεία της μέσης εκπαίδευσης …   Dictionary of Greek

  • Ματσούκας, Σπύρος — (Υπάτη Φθιώτιδας 1870 – 1928). Δικηγόρος και ποιητής. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1896 όταν έλαβε μέρος στην Επανάσταση της Κρήτης ως εθελοντής, ήταν φοιτητής παρακινώντας μάλιστα και άλλους συμφοιτητές του. Μετά τον… …   Dictionary of Greek

  • ὑπατῶν — ὑπάτη the highest of the three strings fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ypati — For the muse, see Hypate. Ypati Υπάτη Location …   Wikipedia

  • ύπατος — Ρωμαϊκό αξίωμα. Βλ. λ. υπατεία. * * * (I) η, ο / ὕπατος, άτη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. υπέρτατος, ύψιστος, ανώτατος, μέγιστος (α. «ανήλθε στο ύπατο αξίωμα τής χώρας» β. «θεῶν ὕπατος», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ύπατος·βλ. ύπατος (II) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»